Blog

25 Feb 2010

How London wouldn't let me go, part 3

7 Ιανουαρίου, μεσημέρι, αεροδρόμιο Gatwick

Με την Γ. καθόμαστε με τα φορτωμένα καροτσάκια μας στο υπαίθριο τζούρα κλαμπ του Gatwick και οργανώναμε την αποχώρησή μας από το καταραμένο αεροδρόμιο-παγωτό. Η Backpacker ήμουν και ολίγον άφραγκη πια, οπότε έπρεπε να βρω λεφτά κάπου -ευτυχώς, αυτό ήταν εύκολο. Το δύσκολο ήταν να ξεκουμπιστούμε από εκεί το συντομότερο. Η περίπτωση να γυρίσω πίσω φορτωμένη με όλα αυτά τα πράγματα, με τον ίδιο τρόπο που πήγα στο Gatwick, με καταρράκωνε και μόνο ως σκέψη.

φωτό BBC



Το Gatwick Express το είχαμε απορρίψει - και μάλλον μας είχε απορρίψει και αυτό γιατί είχαν πιάσει πάγο οι γραμμές και τα δρομολόγια ήταν από αραιά ως ανύπαρκτα. Συμπτωματικά, η Γ. φιλοξενούταν σε ένα σπίτι πολύ κοντά στης Τ. οπότε σκεφτήκαμε να μοιραστούμε ένα minicab γιατί έτσι κι αλλιώς, τα κερατιάτικα δεν τα γλιτώναμε με τίποτα.
Βέβαια, κάπου το μισό αεροδρόμιο είχε την ίδια ιδέα με μας, αλλά παραδόξως η ουρά στο γκισέ των minicab κινούταν πολύ γρήγορα. Εξίσου γρήγορα θα ανακάλυπτα τον λόγο: 100 λίρες, μου λέει ο Πακιστανός πίσω από το τζάμι. Hello?

 φωτό www.childcarseats.org.uk

Ε κ α τ ό λίρες για να πάμε ως το κωλό-Camden; Μάλιστα. Τώρα θα μου πείτε, τι ακριβώς σε παραξενεύει, αφού είναι παγκοσμίως γνωστό ότι το ταξί στην Βρετανία είναι πανάκριβο; Απλό. Στο μεταξύ, η Τ. που είχε ενημερωθεί για τις περιπέτειές μου, είχε πάρει τηλέφωνο σε ένα γραφείο Minicab εκτός Gatwick και της είχαν πει ότι θα ήθελαν 50 λίρες (ναι, ακριβώς τα μισά) και μια ώρα αναμονής (shit) για να μας μαζέψουν. Αυτό, για να μην λέμε ότι μόνο στην Ελλάδα εκμεταλλευόμαστε τον κόσμο στην ανάγκη του.
Anyway, αφού τα βάλαμε κάτω, πάντα έξω στο βρομόκρυο οι καπνίστριες (τα πόδια μου περίπου δεν τα ένιωθα πια, αλλά η έξη, έξη), αποφασίσαμε να πάρουμε το λεωφορείο για Victoria -7 λίρες  και άμεση αναχώρηση, βλέπετε, οπότε ήταν σοβαρό το κίνητρο- και από εκεί... Οκ, ας φτάναμε ως εκεί πρώτα.

Το επόμενο λεωφορείο έφευγε άμεσα, αλλά όσο μάθαινα τα σχετικά από τον γλύκα παππούλη υπάλληλο, η Γ. είχε κάνει μια νέα γνωριμία. Πατριωτάκι εκ νήσου μεγάλης και τουριστικής, που είχε ξεμείνει κι αυτός στο Gatwick. Βέβαια, ήταν πιο τυχερός από μας, αφού θα ερχόταν μια φίλη του να τον μαζέψει με αμάξι. Βλέποντας δύο ladies in distress, και επηρεασμένος προφανώς από το πέρασμά του από τα αριστοκρατικά σαλόνια της βόρειας Αγγλίας, προσφέρθηκε ως γνήσιος gentleman να μας εξυπηρετήσει:
"Μην ανησυχείτε, κορίτσια, θα σας πάρουμε και σας με το αμάξι και θα σας αφήσουμε στο κέντρο."
Ρίχνοντας μια πρόχειρη ματιά στον λόφο που σχημάτιζαν τα μπαγκάζια και των τριών, τον ρώτησα ελαφρώς καχύποπτα αν η φίλη του οδηγούσε φορτηγό.
"Μην ανησυχείτε (δις), όλοι οι καλοί χωράνε."

φωτό www.eve-auto.fr

Με αυτή την εικόνα στο μυαλό μου, αποφάσισα να τον πιστέψω και να παλουκωθώ κάτω. Η αλήθεια είναι ότι μετά από 6 ώρες εκεί μέσα (και κυρίως εκεί έξω), πεινασμένη, εκνευρισμένη, ξεθεωμένη και εντελώς ξυλιασμένη από το κρύο, θα πίστευα οτιδήποτε. Και θα αγνοούσα οτιδήποτε, όπως τις φωνούλες στο μυαλό μου, που μου έλεγαν ότι δεν υπάρχει περίπτωση στο εκατομμύριο να πάμε με αμάξι στο κέντρο αφού ο κατά τα άλλα συμπαθής συμπατριώτης, μάλλον παρέα ήθελε γιατί βαριόταν να περιμένει μόνος του μια ώρα, παρά να μας βοηθήσει. Το βασικότερο clue το πήρα όταν του ζητήσαμε να πάρει τηλέφωνο και να ρωτήσει αν όντως χωράμε, ώστε να μην περιμένουμε τσάμπα οι ταλαίπωρες. Πράγματι, πήρε και μετά μας τα μάσαγε. Οι φωνούλες στο κεφάλι μου δυνάμωσαν -δεν ξέρω τι γινόταν στο κεφάλι της Γ. αλλά φαντάζομαι κάτι αντίστοιχο- αλλά τελικά, νίκησε η ελπίδα.
Α ρε ελπίδα, που πεθαίνεις τελευταία, τι μας κάνεις....

Στο σημείο που περιμέναμε, δηλαδή στο μοναδικό όπου μπορούσε να προσεγγίσει αμάξι, έμπαζε από παντού - δηλαδή, τι έξω, τι μέσα. Ούτε όρεξη να καπνίσω δεν είχα πια, ήθελα μόνο να πάω στο ζεστό σπιτάκι της Τ. και να παίξουμε Buzz στο Playstation με τον Β. κι ας μας κέρδιζε πάντα. Στην πορεία, αποκαλύφθηκε ότι οι φωνούλες στο κεφάλι μου είχαν απόλυτο δίκιο: τελικά, τη φίλη του τυπά δεν την έλεγες και κολλητή -είχαν γνωριστεί στο νησί το καλοκαίρι και ήταν ο μόνος άνθρωπος που ήξερε στο Λονδίνο. Όταν μετά από μια ώρα εμφανίστηκε τελικά, αυτός έτρεξε έξω να την βρει, γύρισε και μας πέταξε ένα "δυστυχώς δεν χωράτε" και εξαφανίστηκε.

Ό,τι πιο κοντινό βρήκα για να περιγράψω την έκφρασή μας 
(φωτό www.madcool.com)

Μαζί με την όρεξή μου για τσιγάρο, είχε χαθεί κι η όρεξή μου για κατάρες. Ουφ, leave and let leave - λες  κι είχα άλλη επιλογή. Βγάλαμε άρον-άρον εισιτήρια για το λεωφορείο που έφευγε, πηδήξαμε μέσα και τουλάχιστον, ήμαστε πια στον δρόμο για Λονδίνο. Μιλάμε και για πρωτιά, ήταν η παρθενική εμφάνισή μου σε αγγλικό ΚΤΕΛ.



Επιτέλους, μετά από τόσες ώρες απόλυτης ξενέρας, λίγες ευχάριστες σκέψεις. Η διαδρομή, αν και διαφορετική από την πρωινή, ήταν πανέμορφη, και πάλι χάρη στα χιόνια βέβαια, δεν εγγυώμαι τίποτα για την ομορφιά του τοπίου υπό άλλες συνθήκες. Σουρούπωνε κιόλας, οπότε όλα έπαιρναν ένα τέλειο ροδακινοροζομπουρμπουλί χρώμα, χάρμα οφθαλμών σας λέω. Camera time, click.

Νομίζω ότι αυτή που το χάρηκε περισσότερο (δηλαδή που το βούλωσα και το έριξα στην... χμ... τέχνη) ήταν η Γ. γιατί την είχα πεθάνει στην γκρίνια τόσες ώρες.
Κλικ.


Κλικ.


Τελικά, όταν ο ήλιος καταδέχεται την Αγγλία, της κάνει μια χαρά ηλιοβασιλέματα -πάντα πολύ ευχάριστη έκπληξη, indeed!
Κλικ.


Μετά από μια ώρα και κάτι, και αφού είχε πια σκοτεινιάσει, φτάσαμε στην Victoria. Αποχαιρετιστήκαμε με την Γ. ορκισμένες να διεκδικήσουμε τις χαμένες μας λίρες από την Ολυμπιακή όταν θα πατούσαμε επιτέλους Ελλάδα και κατευθύνθηκα προς το γκισέ των minicab. Θα έλεγε κανείς ότι τα βάσανά μου επιτέλους έφταναν στο τέλος τους, αλλά όχι, όχι...

Λοιπόν, σας το λέω για το ξέρετε, για να πάρεις mincab στο Λονδίνο σου ζητάνε τον ταχυδρομικό κώδικα. Ναι, συμφωνώ, πώς στον διάολο να τον ξέρω; Αυτό ακριβώς, αλλά πολύ πιο ευγενικά, είπα στον βαριεστημένο Άγγλο που καθόταν πίσω από το χαμηλό γραφείο. Παρεμπιπτόντως,θα μπορούσε άνετα, μα πολύ άνετα να εργάζεται για το ελληνικό δημόσιο και εδικά στο ΤΕΒΕ. Όταν συνειδητοποίησε ότι δεν ξέρω τον Τ.Κ. γιατί, τι να κάνουμε, δεν είμαι από εκεί, μουρμουβρίζοντας, άνοιξε ένα πολυκαιρισμένο βιβλίο με διευθύνσεις και ταχυδρομικούς κώδικες. Έλα όμως που ήταν λίγο περήφανος στα αυτιά και δεν είχε πιάσει το όνομα του δρόμου. Τον έβλεπα να ψάχνει λάθος και ματαίως προσπαθούσα να τον διορθώσω.
"Δεν υπάρχει" μου λέει.
"Βρε καλέ μου άνθρωπε, δεν άκουσες καλά, να σου κάνω ένα spelling;"
Έξι spelling αργότερα, φώναξε έναν συνάδελφό του ο οποίος βρήκε αμέσως τον δρόμο κι εγώ την (πρόσκαιρα) χαμένη πίστη στις ικανότητές μου στα αγγλικά.


Διασχίζοντας το London by night, ο οδηγός μου είχε όρεξη για κουβέντα. Η αλήθεια είναι ότι πάντα πιάνω κουβέντα με τους ταξιτζήδες, δεν υπάρχει καλύτερο κοινωνικό βαρόμετρο if you ask me. Ήταν Πορτογάλος και έπαθε μεγάλο ενθουσιασμό όταν άκουσε ότι είμαι από την Ελλάδα. Αφού εκθείασε τις αρετές των χωρών μας και πόσο κ α τ α π λ η κ τ ι κ ο ί είμαστε εμείς οι μεσογειακοί τύποι (ακούς εκεί να μας λένε PIGS! εξανέστη), άρχισε να μου διηγείται τα βάσανα της ξενιτιάς.
"25 χρούνια είμαι εδώ στην Αγγλία (το λ παχύ παρακαλώ). Χάλια, χάλια! Κακοί άνθρουποι οι Άγγλοι, μας ζηλεύουν, γιατί εμείς οι Πουρτουγάλοι και εσείς οι Έλληνες είμαστε πουλύ πιου έξυπνοι και ικανοί και τα καταφέρνουμε καλύτερα σε ούλα. Έπρεπε να πάου Μπραζίλ, αλλά... Πολύ κακοί άνθρουποι οι Άγγλοι, ρατσιστές είναι και μας μισούν." 
"Ε, ξέρετε και στην Ελλάδα, πολλοί άνθρωποι δεν θέλουν τους μετανάστες, δεν το κάνουν μόνο οι Αγγλ..."
"Ούχι-ιιιιι!" τσίριξε ο Πορτογάλος. "Στην Πουρτουγαλία και την Ελλάδα έρχουνται κακοί άνθρουποι, που μας παίρνουν τις δουλειές! Κακοί άνθρουποι, σου λέου, δεσποινίς! Ενώ εμείς, είμαστε πουλύ καλοί γι' αυτό μας ζηλεύουν οι Άγγλοι."

Νομίζω ότι μετά από αυτή τη στιχομυθεία γίνεται πλήρως κατανοητός ο λόγος που ο κόσμος μας πάει κατά διαόλου. Σε οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή, μάλλον θα είχαμε γίνει μπίλιες αλλά ήμουν τόσο κουρασμένη που το τελευταίο πράγμα που είχα όρεξη να κάνω ήταν να λύσω το μεταναστευτικό. Έτσι το βούλωσα και εξάλλου, είχαμε σχεδόν φτάσει -επιτέλους!




Το καλό ήταν ότι φτάσαμε ταυτόχρονα με την Τ. που γύριζε από τη δουλειά. Ενώ παρκάρε, την περίμενα έξω από το σπίτι, με τα πράγματα αραδιασμένα ακριβώς όπως το πρωί, που ξεκινούσα για Gatwick. Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή, πέρασε ακριβώς ο ίδιος τύπος που με είχε ρωτήσει αν ήθελα κάτι το πρωί. Έπρεπε να βλέπατε τα μούτρα του!

_______________________________

9 Ιανουαρίου, απόγευμα, Heathrow
Όχι, δεν ξαναπάω στο Gatwick ούτε αλυσοδεμένη. Κανόνισα με την Ολυμπιακή και άλλαξα το εισιτήριο για να πετάξω από Heathrow - και είχα κερδίσει και δύο επιπλέον μέρες διακοπών, αφού δεν υπήρχε θέση για δείγμα. Παραδόξως, έφτασα χωρίς να συναντήσω κανένα απολύτως πρόβλημα -αν εξαιρέσει κανείς το γεγονός ότι ξέχασα τη ζώνη μου στον έλεγχο και έτρεχα να την μαζέψω δέκα λεπτά αργότερα.
Αφού αγόρασα περιοδικά για το ταξίδι -την βρετανική Vogue (αυτή βρήκα) και τον Economist (το ξέρω, είμαι ψυχάκι)- προχώρησα αμέριμνη στον χώρο αναμονής. Ε και τι να δουν τα μάτια μου; Τον τυπάκο από το Gatwick, αυτόν που μας άφησε σύξυλες κι έφυγε. Πολύ χάρηκε που με είδε και είχε πάλι όρεξη για κουβεντούλα το πουλάκι μου. 
Αμ, δεν σφάξανε. 
Με ύφος 40 (τουλάχιστον) καρδιναλίων και ένα παγερό βλέμμα (σαν το κρύο που έφαγα δύο μέρες πριν) του πέταξα ένα "γεια", και με την πλάτη γυρισμένη, για την επόμενη ώρα, ξεφύλλιζα την Vogue μου.


Ανάμεσα στα συνολάκια και τα χρώματα που θα φορεθούν την άνοιξη, κατά βάθος, ευχόμουν να ακυρωθεί και αυτή η πτήση...

No comments:

Post a Comment