Blog

31 Jul 2010

Vlast(i) what a blast! part 2

Δεν ξέρω τι ακριβώς ώρα ήταν όταν πρωτοξύπνησα, πάντως είχε ξημερώσει και αντί για πουλάκια και τζιτζικάκια (τι στην ευχή, σε δάσος είμαστε) ακούγονταν ρεμπέτικα στη διαπασών. Ωραίες φωνές, σωστές (τι σκέφτεται ο άνθρωπος μέσα στον ύπνο του). Δίπλα μου, η Ν. με το sleeping bag ως τα αυτιά, κοιμόταν μακαρίως (ωραία, γύρισαν κι αυτοί). Βυθίστηκα.

 φωτο του Σ.

Ξύπνησα και ξανακοιμήθηκα αρκετές φορές και οι τύποι με τα ρεμπέτικα ακούραστοι. Αφού σε κάποια φάση νόμιζα ότι είχε ανοίξει η καντίνα και έπαιζε μουσική (αν και θα είχαν πολύ περίεργα γούστα πρωί πρωί -όχι ότι χαλάστηκα κιόλας, ίσα-ίσα, είμαι γνωστή ρεμπετολάτρης στους κύκλους που κινούμαι).

φωτο του Σ.

Τελικά ξεμύτισα από τη σκηνή γύρω στις 9. Ευτυχώς δεν είχα hangover, ούτε πονούσα από την χτεσινοβραδινή κωλοτούμπα. Το πρόβλημα ωστόσο ήταν ότι η καντίνα δεν είχε ανοίξει κι εγώ επειγόμουν για καφέ - οι δε ρεμπέτες έπιναν μπίρες, οπότε ούτε καν σκέφτηκα να τους ρωτήσω. Ευτυχώς, δίπλα από τη βρύση βρήκα τη σωτηρία. Για την ακρίβεια, βρήκα την Χ., μια Ιταλίδα από την Θεσσαλονίκη, που έβραζε εσπρέσο σε δύο μόκες -βάλσαμο σας λέω. Όλοι οι αγουροξυπνημένοι (και οι ξενύχτηδες) του κάμπινγκ είχαν μαζευτεί εκεί. 

φωτό του Κ.

Στο μεταξύ είχαν ξυπνήσει και τα υπόλοιπα αγγελούδια και αφού αράξαμε για κανένα δίωρο, είπαμε να κατέβουμε προς το χωριό, να το εξερευνήσουμε λίγο, μέχρι να ξυπνήσουν και οι κυριλέ του ξενώνα.

φωτό του Κ.

Δεν θυμάμαι αν σας είπα (και βαριέμαι να ξαναδιαβάζω το προηγούμενο ποστ) ότι η διαδρομή από τον λόφο του Προφήτη Ηλία στην Βλάστη είναι υπέροχη (αρκεί βέβαια να την κατεβαίνεις).

φωτό του Σ.

Είναι περίπου 20 λεπτά ως το χωριό και στον δρόμο, μας σταματούσαν διάφοροι ευγενέστατοι συν-κατασκηνωτές να μας ρωτήσουν αν θέλαμε αμαξάδα. Τι καλοί! Ακόμα και το λεωφορειάκι σταμάτησε, αλλά εμείς θέλαμε να κάνουμε τη βόλτα μας.

  φωτό του Κ.

Ήταν σούπερ: ο δρόμος κατεβαίνει στριφογυριστός μέσα στο δάσος και σιγά-σιγά, η Βλάστη αρχίζει να ξεπροβάλει ανάμεσα από τα δέντρα.


Το ξαναλέω, η Βλάστη είναι κούκλα. Δεν είδα σχεδόν τίποτα το ακαλαίσθητο, πολλά σπίτια είναι ανακαινισμένα αλλά αρκετά κοντά στο αρχιτεκτονικό ύφος του χωριού (με ελάχιστες παραφωνίες).

φωτό του Σ.

Υπάρχουν και κάποια ερειπωμένα σπίτια, όπως σε κάθε ορεινό χωριό που σέβεται τον εαυτό του, αλλά και αυτά αποπνέουν κάτι οικείο, κάτι απίστευτα γοητευτικό: σαν να σου ζητάνε να τα αγγίξεις, να τα εξερευνήσεις, να τα ζήσεις ξανά.

φωτό του Σ.

Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για ζωντανό χωριό: το καλοκαίρι, μου είπαν, πιάνει μέχρι 2.000 κατοίκους! Και ξέρετε, υπάρχουν σίγουρα πιο ωραία χωριά και οικισμοί στην ορεινή Μακεδονία, που σε αφήνει κάγκελο η τέλεια ομορφιά τους, όμως, να ρε παιδί μου, μερικές φορές μοιάζουν αφύσικα, άκαμπτα, σχεδόν σαν σκηνικό θεάτρου -στο τέλος, μου προκαλούν μια απροσδιόριστη μελαγχολία. Γιατί, τι είναι είναι ένα σκηνικό, όσο καλοφτιαγμένο κι αν είναι, χωρίς ηθοποιούς να το ζωντανέψουν;


φωτό του Σ.

Προσωπικά, θέλω να βλέπω απλωμένες πολύχρωμες μπουγάδες, να μου μυρίζει το κρεμμυδάκι που τσιγαρίζεται και το ψωμί στον ξυλόφουρνο, να καλημερίζω τη γιαγιά που σκουπίζει την αυλή με την ψάθινη σκούπα, να εντοπίζω ένα μερεμέτι που όλο και αναβάλλεται, έναν κήπο που θέλει ξεχορτάριασμα (ζήτω η ζιζανιο-αναρχία)! Δεν αντέχω την τουριστική άποψη που θέλει να κρύβουμε ό,τι προδίδει την ανθρώπινη καθημερινότητα.

φωτο του Κ.

Και βέβαια, ανακάλυψα και το σπίτι των ονείρων μου (για την Βλάστη, έχω ένα όπου πάω).


Η πλακόστρωτη πλατεία και τα μαγαζιά της ήταν γεμάτα κόσμο. Χαμός, δεν υπήρχε καρέκλα ούτε για δείγμα! Δεν μας πείραξε ιδιαίτερα βέβαια, γιατί υπήρχε χώρος στα πεζούλια κάτω από τα δέντρα που ήταν ό,τι έπρεπε για να περιμένουμε τον Σ. και την Μ.

φωτό του Σ.

Λοιπόν, στην πλατεία υπάρχει και μια βρύση. Είναι σαν αρκούδα  και το νερό τρέχει από το στόμα της. Θεωρείται το σύμβολο του χωριού -μας είπαν ότι οι αρκούδες έχουν θεαθεί πολλές φορές μέσα στο χωριό. Είναι λίγο κιτσάτη αλλά σιγά κιόλας.  Τη δουλειά της την κάνει.


Ήρθαν και οι άλλοι και φύγαμε για εκδρομή. Είχε εκπληκτική λιακάδα και τελικός προορισμός ήταν το Νυμφαίο -είχα λυσσάξει να πάω στον Αρκτούρο. Πήραμε τον δασικό χωματόδρομο (που είναι και επίσημο μονοπάτι, αν είστε του trekking) προς την Κλεισούρα.


Τι ωραία που είναι στο βουνό! Δεν το πιστεύω, εγώ, μια ορκισμένη ερωμένη της θάλασσας, της παραλίας, των ξερόνησων, να έχω πάθει την πλάκα μου στα όρη στα άγρια βουνά! Μάλλον θα ξύπνησαν τα ορεσίβια γονίδιά μου, ένιωθα όπως όταν ήμουν 8 και βολόδερνα ευτυχισμένο παιδάκι στις ράχες του Τυμφρηστού τον Αύγουστο.


Αν και Ιούλιος, εδώ πρέπει να ήταν ακόμα Μάιος: παντού, παντού, παντού λουλούδια! Μοβ και φούξια αγριοβιολέτες, κάτι κιτρινάκια που δεν ξέρω πώς τα λένε, χλωρά μενεξεδένια γαϊδουράγκαθα, πυκνές αγριοφτέρες.

φωτό του Κ.

Και φυσικά δέντρα, πολλά δέντρα: οξιές, βελανιδιές, καστανιές, καρυδιές, πιο πάνω σκούρα έλατα. Θα έλεγες ότι από κάπου θα σου πεταγόταν κανένα νεραϊδικό, κανένα αερικό, αλλά φευ, μόνο κάτι αγελάδες πετύχαμε που μας κοιτούσαν με μισό μάτι ενώ μασουλούσαν.

φωτό του Κ.
Η Μ. και ο Σ. ήταν πεπεισμένοι ότι επρόκειτο για τις ίδιες αγελάδες που συνάντησαν πέρυσι.


Σταματήσαμε στην Κλεισούρα κυρίως λόγω τεράστιας πείνας. Είναι κι αυτό συμπαθητικό χωριό, εδώ μάλιστα γίνεται κάθε χρόνο το Αντάμωμα των Βλάχων, μεγάλο πανηγύρι, να το έχετε στα υπόψη.


Στον ορίζοντα, στον κάμπο και μέσα από την θολούρα ξεπρόβαλε πού και πού το φρικτό εργοστάσιο της ΔΕΗ στην Πτολεμαΐδα. Ούτε η απόσταση δεν μπορεί να αμβλύνει κάπως την ασχήμια του (ας μην σχολιάσω κάτι άλλο περί του εργοστασίου και του λιγνίτη γιατί... άντε!).


Κάτσαμε στην ταβέρνα η "Καστανιά" που ήταν όλα πολύ νόστιμα και οι μερίδες τεράστιες. Φάγαμε τον αγλέορα σαν κλασικοί Έλληνες που αν δεν παραγγείλουν ολόκληρο το μαγαζί δεν αισθάνονται ότι χόρτασαν. Φυσικά, αυτό είχε ως αποτέλεσμα να βαρύνουμε τραγικά και πλέον, το Νυμφαίο έμοιαζε εξίσου μακριά με το Βερολίνο. Οπότε, το γειώσαμε (πάλι δεν πήγα στον Αρκτούρο, γαμώτο).

φωτό του Σ.

Στην επιστροφή, σταματήσαμε στο πιο γλυκούλι εκκλησάκι του κόσμου -κατά την ταπεινή μου άποψη, η οποία δεν είναι πάντα καθολικά αποδεκτή. Το είχαμε δει όταν πηγαίναμε προς Κλεισούρα, να στέκει  ολομόναχο, σε έναν γυμνό λόφο (τρελό κοντράστ με τις κατάφυτες ράχες) με μοναδική παρέα ένα πελώριο δέντρο.


Η Ν. το ερωτεύτηκε ακαριαία (το εκκλησάκι, όχι το δέντρο) και μας δήλωσε τουλάχιστον 20 φορές ότι θα παντρευτεί εδώ. Καλά στέφανα, Ν. (και καλά κρασιά).
Καθίσαμε αρκετή ώρα, για χώνεψη και για τα απαραίτητα κλικ, καθώς το εκκλησάκι ήταν πολύ φωτογενές, δεν βρίσκετε;
Κλικ.


Κλικ.


Κλικ.

φωτό Κ.

Βέβαια, αν επιμένει η Ν. να παντρευτεί εδώ, χρειάζεται κομματάκι ανακαίνιση, γιατί πού θα κάτσουν οι καλεσμένοι; Ε;


Ξύπνησα όταν φτάσαμε στον ξενώνα (σιέστα στο αμάξι, το αγαπημένο μου) και πήγαμε να δούμε πού έμεναν τα παιδιά. Πάθαμε μια μικρή πλάκα, γιατί ήταν  κάτι τέλεια πέτρινα σπίτια χωρισμένα σε διώροφα δωμάτια. Ειδικά στην σοφίτα, είχε ένα τεράστιο κρεβάτι και φεγγίτες από όπου φαίνονται τα άστρα το βράδυ ενώ είσαι ξάπλα (φυσικά, η Backpacker πάντα βλέπει τα άστρα πριν να κοιμηθεί γιατί έχει αλλεργία στα δωμάτια όταν πρόκειται για διακοπές, αλλά δεν γινόταν να μην εκτιμήσω τον φεγγίτη).

φωτό του Κ.

Βγαίνοντας έξω, μου κόπηκαν τα ήπατα. Ο ουρανός πίσω από το βουνό είχε μελανιάσει. Θυμήθηκα ότι είχα αφήσει τη σκηνή μόνο με τα διχτάκια κλειστά, και μέσα ήταν όλα μας τα ρούχα και οι υπνόσακοι. Μέχρι να το σκεφτώ, άρχισαν να πέφτουν κεραυνοί κυριολεκτικά δίπλα μας! Έτρεξα στριγκλίζοντας μέσα -πάντα φοβάμαι ότι θα μου πέσει ο κεραυνός στο κεφάλι και θα γίνω ψητή- και σε λίγα λεπτά, ο ορίζοντας (ποιος ορίζοντας, μιλάμε για την άκρη της αυλής) είχε εξαφανιστεί σε ένα πυκνό σύννεφο.

φωτό του Κ.
Έβρεχε καταρρακτωδώς, άστραφτε και βρόνταγε, είχα χρόνια να δω τέτοιο πράγμα. Η μητέρα των καταιγίδων! Σε κάποιες φάσεις, φυσούσε τόσο δυνατά που οι σιδερένιες καρέκλες παρασύρονταν σαν να ήταν χάρτινες!

φωτό του Κ.

Τα νεύρα μου είχαν γίνει φιόγκος: δεν φτάνει που δεν θα είχα ρούχα να βάλω και πού να κοιμηθώ (δωμάτιο δεν υπήρχε για δείγμα στην Βλάστη λόγω του φεστιβάλ),  δηλαδή δεν ήξερα καν αν θα έβρισκα τη σκηνή στη θέση της, η τελευταία βραδιά συναυλιών κινδύνευε να ακυρωθεί! Και αυτό σήμαινε ότι δεν θα έβλεπα τους Χειμερινούς Κολυμβητές που ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που είχα έρθει! Ε, όχι ρε Μέρφι, ε όχι! Γιατί; Τι έχω κάνει η δόλια;

 Όσο εγώ ζοχάδιαζα, η Μ. και η Ν. έπιασαν την υπεύθυνη του ξενώνα, η οποία είπε ότι δεν είχε κανένα πρόβλημα να μείνουν άλλα άτομα στο δωμάτιο, αρκεί να πλήρωναν 60 ευρώ. Hello? Τόσα έδιναν έτσι κι αλλιώς τα παιδιά. Δηλαδή, η κυρία ήθελε  να βγάλει τα διπλά, μετατρέποντας το δωμάτιο (που δεν ήταν και τόσο μεγάλο, τουλάχιστον όχι για 5 άτομα) σε στρατώνα! Όταν της τόνισαν το περί στρατώνα, ντράπηκε και το έριξε στα 40 αλλά έλεος πια. Σε βρίσκουν στην ανάγκη και θέλουν να σε γδάρουν -περιττό να πω ότι δεν μας έφερε καν πετσέτες.

φωτό Wang Qingsong, "Dormitory"

Όταν κόπασε η βροχή και άνοιξε λίγο ο καιρός, ανεβήκαμε στον λόφο να δούμε τι απέγιναν τα υπάρχοντά μας. Στο κάμπινγκ πάντως επικρατούσε κλίμα "singing in the rain". Κυρίως άντρες δηλαδή, τουλάχιστον από όσο πρόλαβα να δω, χοροπηδούσαν, γκάριζαν και μερικοί φώναζαν και κάτι άκυρα ποδοσφαιρικά συνθήματα,  πάρ'το αυγό και κούρεψ'το, δηλαδή.
Ευτυχώς, οι σκηνές ήταν στη θέση τους. Η σκηνή του Κ. μάλιστα την είχε παλέψει μια χαρά (βλέπετε είχε προνοήσει και είχε κλείσει τις πόρτες) ενώ η δική μας... πισίνα. Μούσκεμα όλα. Κι είχαμε μια ελπίδα ότι με στεγνά sleeping bag τουλάχιστον θα μέναμε στο σχολείο (και όχι στην αντιπαθητική του ξενώνα) που το ανοίγουν σε τέτοιες περιπτώσεις οι υπεύθυνοι του φεστιβάλ. Μαζέψαμε τα πράγματα ενώ η βροχή είχε ξαναπιάσει (μούσκεμα και εμείς). Τουλάχιστον είχαν σωθεί τα πουλόβερ μέσα στους σάκους.

Κατεβαίνοντας, βρεθήκαμε μπροστά σε ένα θέαμα ανεπανάληπτο. Δεν έχω λόγια να σας περιγράψω τον ουρανό ενώ ο ήλιος έδυε, κρυμμένος στα σύννεφα. Κλικ!

Κλικ!

Κλικ!



Kαι σαν να μην ήταν αρκετό αυτό το υπερθέαμα, μόλις φτάσαμε στο χωριό, η μαμά φύση μάς είχε ακόμα μία φανταστική έκπληξη!

Κουρκουμπέου 
(το ουράνιο τόξο στα βλάχικα, αλήθεια!)

Βράδυ στην Βλάστη
Το φεστιβάλ έπαθε την πανωλεθρία του όσο να'ναι, αλλά ευτυχώς η τελευταία βραδιά δεν ακυρώθηκε ολοκληρωτικά. Οι Χειμερινοί Κολυμβητές και οι μυτιλινιοί Vodka Rag θα εμφανίζονταν κανονικά, μέσα στο σχολείο βέβαια, γιατί έξω... ε, τι θέλετε, εδώ ολόκληρο Terra Vibe δεν την παλεύει με μια απλή βροχούλα.

Πετούσα από τη χαρά μου! Στο μεταξύ, τα σουβλάκια ψήνονταν κανονικά, μαζί με πίτες, τηγανητούς κολοκυθανθούς -γεμιστούς με τυρί, μιαμ! Μέσα γινόταν ένα σκηνικό με τύμπανα (με τον Βασίλη Βασιλάτο) που ακουγόταν πολύ ωραίο αλλά  ήταν πήχτρα, έτσι αράξαμε έξω. Με τον Σ. τσακιστήκαμε μέσα όταν  βγήκαν οι Χειμερινοί Κολυμβητές.

Όπως πάντα, ήταν φοβεροί (και είχαν μαζί τους και τον Μπάμπη Παπαδόπουλο από τις Τρύπες). Ο αγαπημένος μου ο Αργύρης ο Μπακιρτζής έλεγε τις ιστορίες και τα αστειάκια του, αν και δεν τον ακούγαμε πολύ καλά. Έπαιξαν μπόλικη ώρα, και όσο άναβε το κέφι, τόσο χοροπηδούσα και τραγουδούσα, (γράπα+κρασί+Χειμερινοί=Backpacker σε έκσταση), όπως και πολλοί άλλοι άλλωστε. Αφήστε που τελικά, το γεγονός ότι η συναυλία γινόταν μέσα στο σχολείο,  με διακόσμηση από αφίσες του στυλ "το βουνό τον χειμώνα", έβγαζε κάτι τρομερά οικογενειακό, σαν να μοιράζεσαι με όλους αυτούς τους ανθρώπους ένα μυστικό που δεν πρόκειται να μάθει κανείς άλλος ποτέ...


Δεν ξέρω πόση ώρα μετά, οι Χειμερινοί μάς αποχαιρέτισαν και βγήκαμε έξω να πάρουμε λίγο αέρα. Αποφάσισα να πάω μια βόλτα στον χώρο. Σύντομα, είχα πιάσει την κουβέντα με διάφορους τύπους που δουλεύουν εθελοντικά στο φεστιβάλ, ορισμένοι εδώ και χρόνια -ο ένας μάλιστα έρχεται από την Κρήτη! Μιλούσαν με τέτοιο ενθουσιασμό για το φεστιβάλ και το χωριό, ήταν τόσο φιλικοί και πρόσχαροι που με έκαναν να αγαπήσω ακόμα περισσότερο τις "Γιορτές της Γης". Εξάλλου, άνθρωποι το φτιάχνουν αυτό το φεστιβάλ και όλοι όσοι γνώρισα εκείνες τις μέρες, ήταν άνθρωποι που θα χαιρόμουν να ξαναδώ -το αυτό εύχομαι και δι'ημάς.

Μέσα, στο μεταξύ, είχαν βγει οι Vodka Rag και επικρατούσε πανζουρλισμός. Τα παιδιά είχαν ενθουσιαστεί, χτυπιόντουσαν κανονικά (μου είπαν αργότερα ότι οι Μυτιλινιοί ήταν η πιο ευχάριστη έκπληξη του φεστιβάλ). Αλλά εκείνη την ώρα δεν άντεχα άλλο στριμωξίδι. Βγήκα πάλι έξω, στα σκαλάκια του σχολείου αυτή τη φορά και συνέχισα το socializing με ανθρώπους και... σκύλους (τους έχω μια αδυναμία, ως σκυλομάνα).

Δευτέρα 19 Ιουλίου, πρωί
Πρωί, ανάμεσα στις παρυφές της Βλάστης και το δάσος. Μόλις είχα ξυπνήσει και περπατούσα πιο αργά και από χελώνα, αλλά και γιατί να βιαστώ; Δεν υπήρχε ψυχή γύρω, εκτός από κάτι άλογα, ενώ οι μόνοι ήχοι που έφταναν στα αυτιά μου ήταν εκείνοι της φύσης και των πλασμάτων της. Εξιλέωση.


Σε κάνει να αναρωτιέσαι τι στην ευχή κάνεις στην Αθήνα, γιατί δεν τα παρατάς όλα να μείνεις σε έναν τόπο όπου κάθε μέρα θα είναι έτσι; 


Η απάντηση σε προσεχές ποστ.

Όταν γύρισα στον ξενώνα, μαζέψαμε τα πράγματα και κατεβήκαμε στο χωριό για μια τελευταία βόλτα. Αράξαμε τεμπέλικα στις σκιές της πλατείας, προσπαθώντας να αναβάλλουμε όσο γίνεται περισσότερο την ώρα της αναχώρησης. Αλλά, όλα τα ωραία πράγματα τελειώνουν κάποτε.

Πριν να φύγουμε, περάσαμε από το κάμπινγκ να μαζέψουμε τις σκηνές. Οι περισσότεροι είχαν πια φύγει, η καντίνα ήταν κλειστή και το μόνο σημάδι της χτεσινής καταιγίδας ήταν κάτι τσακισμένα αντίσκηνα στα σκουπίδια.


Στον δρόμο της επιστροφής, σκεφτόμουν ότι του χρόνου θα είμαι και πάλι εδώ -και τις 4 μέρες αυτή τη φορά! Τώρα που το σκέφτομαι, δηλαδή, θα πρέπει να περιμένω έναν ολόκληρο χρόνο για να ξαναδώ την Βλάστη;


Και δεν θυμάμαι πού έχω βάλει το viewmaster ρε γαμώτο...

_______________________________
Συμπεράσματα και παραλειπόμενα
Πολύ καλή διοργάνωση, απλή αλλά σοβαρή.
Κόσμος "απ'όλα έχει ο μπαξές".
Το κάμπινγκ ήσυχο την ημέρα, φασαριόζικο τη νύχτα μετά τις συναυλίες. Ωστόσο, δεν εμποδίστηκε ο ύπνος μου ούτε για αστείο.
Δεν είχε πλαστικά ποτήρια! Το ποτήρι από ανακυκλώσιμο υλικό κόστιζε 1 ευρώ και αν το επέστρεφες, έπαιρνες το ευρώ σου πίσω. Αποτέλεσμα: πολύ λιγότερα σκουπίδια.
Τα φαγητά, τα ποτά και ο καφές στο φεστιβάλ και το κάμπινγκ κόστιζαν 1-2,5 ευρώ.
Πολύ καλό το εμφιαλωμένο κρασί Γουμένισσας, προς 8 ευρώ το μπουκάλι. 5 ευρώ για τους κατόχους εισιτηρίου διημέρου.
Διάφορα βιολογικά προϊόντα πωλούνται σε πάγκους στον χώρο του φεστιβάλ. Δεν πρόλαβα να τσεκάρω τα πάντα αλλά είχε ενδιαφέρον.
Υπάρχει και παιδότοπος για όσους έχετε αποφασίσει να πατάξετε την υπογεννητικότητα.
Όσο εμείς περιδρομιάζαμε στην Κλεισούρα, στο κάμπινγκ είχε στηθεί τρελό γλέντι. Του χρόνου δεν απομακρύνομαι ρούπι!

Και λοιπά και λοιπά...

6 comments:

Anonymous said...

Μ'αυτά και μ'αυτά, με βλέπω του χρόνου να την κάνω κι εγώ την εκδρομούλα... Με έπεισες, backpacker! Keep going!

E.K.

chien andalou said...

Εάν σε έπεισε η Backpacker, η οποία πείστηκε από friend & family που πήγαν πέρυσι, οι οποίοι πείστηκαν από φίλη που πήγε πρόπερσι, ετσετερά ετσετερά, καταλαβαίνεις ότι πάει μακριά όχι μόνο η βαλίτσα αλλά και το backpack. :)

Ηθικόν δίδαγμα: don't break the chain!

the backpacker said...

@Ε.Κ.
I'm just the messenger! Χαρά μου!
@clandestino
νομίζω ότι του χρόνου πρέπει να νοικιάσουμε λεωφορείο για να ανέβουμε ;)

Elsa said...

Ζηλεύω αφόρητα! Και αφού λες οτι υπάρχει πρόβλεψη και για καλομαθημένους σε ξενώνα, με βλέπω του χρόνου να παίρνω τα βουνά! Άλλωστε βουνό και μουσική είναι μεγάλες αγάπες κι αν τα βρίσκεις μαζί, παράδεισος!

Anonymous said...

Εδώ θα δείτε και άλλες φωτογραφίες απο Κλεισούρα..

http://www.flickr.com/photos/smixiotis/sets/72157606693699286/

Valentina said...

Eίναι φοβερό το άρθρο σου! Είναι το χωριό απ' όπου κατάγομαι και η φύση γύρω του είναι ανεπανάληπτη. Οι φωτογραφίες σου είναι πανέμορφες!

Post a Comment